Πίστη & Πανδημία

Σε μία κοινωνία, που σίγουρα κανείς δεν πρέπει να θεωρεί ότι έχει την απόλυτη γνώση και δεδομένου ότι κάθε ένας έχει δικαίωμα να πιστεύει σε, και να πρεσβεύει, ό,τι θέλει, οφείλουν όλοι να σέβονται όλους.

“Για αυτόν που έχει πίστη, καμία εξήγηση δεν είναι αναγκαία.

Για αυτόν που δεν έχει πίστη, καμία εξήγηση δεν είναι δυνατή.”

-Θωμάς Ακινάτης, Ιταλός καθολικός μοναχός/φιλόσοφος

 Καταρχάς, είμαι πιστός, Χριστιανός Ορθόδοξος. Πιστεύω δηλαδή στον ένα και μοναδικό Τριαδικό Θεό. Δεν έχω θρησκεία αλλά πίστη εξ’ αποκαλύψεως. Δεν θα εμβαθύνω σε αυτό. Όποιος ενδιαφέρεται, μπορεί να αναζητήσει μόνος του και να μάθει περισσότερα. Άλλωστε, δεν έχει σκοπό την κατήχηση, αυτό το κείμενο. Απλά, τοποθετούμαι, επειδή θεωρώ σωστό, όποιος κάνει τον κόπο να το διαβάσει, να ξέρει με ποιον έχει να κάνει.

Η ανθρωπότητα βρίσκεται αντιμέτωπη με μία πανδημία και για πρώτη φορά ίσως στην ιστορία της, οι περισσότερες κυβερνήσεις προτάσσουν την προστασία της ανθρώπινης ζωής έναντι της οικονομίας (αν και δεν είναι απολύτως ακριβές μιας και, μακροπρόθεσμα, αυτή η επιλογή θα έχει, πιθανότατα, μεγαλύτερα οφέλη για την οικονομία, από ό,τι εάν η διαχείριση της πανδημίας ήταν διαφορετική). Και, για να μην μακρηγορώ, νομίζω ότι η διαχείριση της πανδημίας στην χώρα μας, κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος ήταν, τουλάχιστον, υποδειγματική.

Η κυβέρνηση έδρασε γρήγορα κι επέτυχε την ελαχιστοποίηση των απωλειών και τον δραστικό περιορισμό των κρουσμάτων. Και για να το επιτύχει αυτό, πήρε πολύ αυστηρά μέτρα, επιτρέποντας μόνο την λειτουργία των απαραίτητων, για την επιβίωση, δραστηριοτήτων. Μεταξύ αυτών των μέτρων ήταν και η απαγόρευση της συμμετοχής των πιστών στις Θείες Λειτουργίες, τους εορτασμούς και τα Μυστήρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Το σοκ για τους πιστούς ήταν τεράστιο. Για πρώτη φορά στη ζωή τους βρέθηκαν αντιμέτωποι με έναν τέτοιο περιορισμό. Έναν περιορισμό που θα θεωρούσαν ακραίο ακόμη κι από έναν μισαλλόδοξο εισβολέα. Αλλά γιατί είναι τόσο μεγάλο το σοκ;

Πολύ απλοϊκά και συνοπτικά: όταν πιστεύεις σε έναν παντοδύναμο και αγαθό Θεό, έχεις την βεβαιότητα ότι Αυτός δεν θα επιτρέψει σε τίποτε να σε βλάψει, όταν, φυσικά και οι δικές σου προθέσεις είναι αγαθές. Ο Κύριος λέει: “όπου εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών” (Ματθ. 18, 20). Συνεπώς, στην Εκκλησία, όχι με την περιοριστική έννοια του Ι. Ναού, αλλά με την έννοια της συνάθροισης των πιστών, οπότε και στον Ι. Ναό, είναι ο Ίδιος παρών. Και, ως Παντοδύναμος, δεν πρόκειται να επιτρέψει σε κανέναν ιό να βλάψει τα παιδιά Του.

Ένας πιστός λοιπόν, ο οποίος εμπιστεύεται πλήρως την ζωή του στον Θεό, καλείται να απέχει από την λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Ένας πιστός ο οποίος δίνει ίση, μάλλον μεγαλύτερη αξία στην πνευματική του υπόσταση από την βιολογική του.

Τι συμβαίνει όμως με αυτόν που δεν πιστεύει; Προφανώς, αυτός θεωρεί όλα τα παραπάνω ανοησίες. Θεωρεί την Εκκλησία μια επιχείρηση, ίσως και με την μικρότερη χρησιμότητα. Ακόμη και με μηδενική χρησιμότητα ή και βλαπτική για το κοινωνικό σύνολο.

Σε μία όμως κοινωνία, που σίγουρα κανείς δεν πρέπει να θεωρεί ότι έχει την απόλυτη γνώση και δεδομένου ότι κάθε ένας έχει δικαίωμα να πιστεύει σε, και να πρεσβεύει, ό,τι θέλει, οφείλουν όλοι να σέβονται όλους.

Αυτό που έπεισε τον πιστό να απέχει από την πνευματική του ζωή, πέρα, φυσικά, από την κατ’ οίκον προσευχή, δεν ήταν ούτε ο (κοσμικός) νόμος, ούτε ο φόβος για την ίδια του τη ζωή. Ο μεν κοσμικός νόμος έχει απείρως μικρότερη σημασία για έναν πιστό από το νόμο του Θεού. Η δε ζωή του, δεν είναι παρά η προετοιμασία για την μετά θάνατον ζωή του. Πιο απλά, του είναι ψιλό αδιάφορο εάν θα πεθάνει μια ώρα νωρίτερα. Ο πιστός δεν ενδιαφέρεται να ζήσει την ζωή του στο maximum. Να βιώσει κάθε δυνατή ή αδύνατη, εμπειρία. Άλλα είναι αυτά που τον ενδιαφέρουν.

Αυτό λοιπόν που έπεισε τον πιστό να δεχθεί, προσωρινά, αυτόν τον περιορισμό ήταν το φιλότιμό του και η αγάπη του για τον συνάνθρωπό του, χωρίς να τον απασχολεί εάν αυτός πιστεύει ή όχι. Με λίγα λόγια, μπορεί ο πιστός να μην νοιάζεται για την δική του ζωή (με την κοσμική έννοια), σε καμία περίπτωση όμως δεν θα ήθελε να είναι υπεύθυνος για την απώλεια της ζωής κάποιου άλλου ανθρώπου. Και επειδή οι καιροί είναι πονηροί και μπορεί και μπαίνει και στη θέση του άπιστου, δεν θέλει να τον προκαλέσει, ούτε και να του δώσει έναυσμα για κακοπροαίρετες επιθέσεις κατά της Εκκλησίας. Οπότε δέχθηκε, προσωρινά, την αποχή από τα Μυστήρια και, στη συνέχεια, την χρήση μάσκας εντός των Ι. Ναών, ακόμη κι αν δεν πιστεύει ότι κινδυνεύει.

Θα πρέπει όμως, και όσοι δεν πιστεύουν, να προσπαθήσουν να “μπουν στα παπούτσια” των πιστών και να αντιληφθούν την σημασία που δίνουν αυτοί στην πνευματική τους υπόσταση. Εάν όσοι δεν πιστεύουν, αδιαφορούν για το πιστεύω του συμπολίτη τους, τότε αυτοί είναι το πρόβλημα.

Εν κατακλείδι, δεν είναι αποδεκτός από τον πιστό ο περαιτέρω αποκλεισμός του από την λατρευτική ζωή της Εκκλησίας, όταν ο ίδιος έχει αυτοπεριοριστεί κατά τρόπο που προστατεύει τον συνάνθρωπό του, έτσι όπως ο άπιστος συνάνθρωπός του θεωρεί ότι προστατεύεται. Και θα είναι ανόητο, επικίνδυνο και άδικο από πλευράς της πολιτείας, να αγνοήσει την πνευματική υπόσταση του ανθρώπου και την σημασία που έχει αυτή για τον πιστό.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ