Ελληνική Οικονομία: Στο «μικροσκόπιο» ΔΝΤ, οίκων αξιολόγησης και ξένων τραπεζών!

Σε διασταυρούμενα πυρά αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων και παγκόσμιων παιγνίων  εξουσιών φαίνεται πως βρίσκεται εγκλωβισμένη η ελληνική οικονομία, που δέχτηκε τις τελευταίες εβδομάδες ένα μπαράζ εκθέσεων και αναλύσεων από οίκους αξιολόγησης, ξένους τραπεζικούς κολοσσούς και διεθνείς οργανισμούς, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, με αντικρουόμενα μηνύματα, διαφορετικά κριτήρια και μεγάλες αποκλείσεις στις μεταξύ τους εκτιμήσεις.

Αυτός ο κύκλος αναμένεται να ολοκληρωθεί μέσα στην εβδομάδα (πιθανότητα, την Τετάρτη) με την Έκθεση της Κομισιόν, για τη μεταμνημονιακή αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας και για τη νέα ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, συμπληρώνοντας έτσι τα τελευταία κομμάτια στο παζλ της αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας.

Αν και το πιθανότερο είναι πως η έκθεση της Κομισιόν θα περιλαμβάνει νέες -και μάλλον βελτιωμένες – εκτιμήσεις για τη βιωσιμότητα του χρέους, αφού κατά πάσα πιθανότητα θα ενσωματώνει στα συμπεράσματά της την σημαντική μείωση του κόστους δανεισμού του δημοσίου και την ραγδαία βελτίωση στο μέτωπο των επιτοκίων, δεν είναι σίγουρο πως όλοι οι στόχοι της κυβέρνησης θα επιτευχθούν μέσα στο επόμενο χρονικό διάστημα. Μπορεί με να διευκολύνει τον πρωθυπουργό και το οικονομικό επιτελείο να προχωρήσει στην συζήτηση για την αναθεώρηση των στόχων για τα πλεονάσματα, με την σταδιακή μείωση τους από την επόμενη χρονιά αλλά σε άλλους τομείς θα μετρήσουν εξίσου οι παρατηρήσεις της Έκθεσης του ΔΝΤ αλλά και επιθέσεις…αρνητικών εκτιμήσεων ξένων αναλυτών και σημαντικών τραπεζών, όπως η JP Morgan και η UBS. Κάποιες με πιο θετικές εκτιμήσεις και κάποιες με αναλύσεις που προκαλούν απορία για την σκοπιμότητα πίσω από τις επιλεκτικές εκτιμήσεις πάνω σε αρνητικά ενδεχόμενα, όπως της ελβετικής τράπεζας.

Είναι χαρακτηριστικό πως ακόμα και στελέχη των διεθνών οργανισμών εκφράζουν την αντίθεσή τους σε συγκεκριμένα σημεία με υπερβολικά απαισιόδοξες ή και αρνητικές εκτιμήσεις.

Έκθεση του ΔΝΤ: Θετική αλλά με…αστερίσκους

Στην απολογιστική έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, που δόθηκε στην δημοσιότητα, την προηγούμενη Παρασκευή, σημειώνεται ότι η Ελλάδα έχει κάνει βήματα για τη δημιουργία μιας ανταγωνιστικότερης και πιο δυναμικής οικονομίας αλλά τονίζει πως η χώρα μας πρέπει να παραμείνει προσηλωμένη στον τομέα των μεταρρυθμίσεων με στόχο τη διατήρηση της γενικότερης δημοσιονομικής ισορροπίας αλλά και στην εξυγίανση του τραπεζικού τομέα, για την οριστική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ, η ανάπτυξη θα φθάσει στο 1,8% για την φετινή χρονιά, θα βελτιωθεί την επόμενη χρονιά, ανεβαίνοντας στο 2,3% (η αρχική πρόβλεψη για το 2020 ήταν 2,2%). Η θετική αυτή εκτίμηση για την εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας αποδίδεται στην επιτάχυνση της χαλάρωσης της δημοσιονομικής πολιτικής και στις αυξημένες ιδιωτικές επενδύσεις, οι οποίες θα διευκολυνθούν από την εισροή ξένων κεφαλαίων. Παρόλα όμως αυτά, επισημαίνει ότι θα επηρεάζουν τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της ανάπτυξης τόσο οι δυσμενείς δημογραφικές εξελίξεις όσο και η χαμηλή παραγωγικότητα σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις της κρίσης (δηλ.τις «επιπτώσεις» του προγράμματος στο οποίο συμμετείχε και το Ταμείο!) και ορισμένα διαχρονικά προβλήματα (“κληρονομιές”) του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Όπως αναφέρεται στην έκθεση, «η νέα κυβέρνηση ορθώς δίνει προτεραιότητα στην ανάπτυξη, αλλά αντιμετωπίζει μια δύσκολη μάχη. Οι προοπτικές ανάπτυξης επηρεάζονται από κληρονομιές του παρελθόντος (υψηλό δημόσιο χρέος, μη εξυπηρετούμενα δάνεια, υπερχρεωμένους δανειολήπτες), χαμηλή παραγωγικότητα, έλλειψη επενδύσεων, ασθενής κουλτούρα πληρωμών και δυσμενή δημογραφικά στοιχεία».

Παρόλα αυτά, το ΔΝΤ αναθεωρεί προς το καλύτερο και τις προβλέψεις του για τα πλεονάσματα της ελληνικής κυβέρνησης, υποστηρίζοντας ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα διαμορφωθεί στο 3,7% του ΑΕΠ την φετινή χρονιά (από 3,3% του ΑΕΠ στην αρχική εκτίμηση για το 2019) και σημαντικά βελτιωμένο και το 2020, αν και κάτω από τον στόχο του 3,5%.

Για πολλοστή φορά, το ΔΝΤ επαναλαμβάνει τις “πάγιες θέσεις” του για τις συντάξεις και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης αλλά και για τη μείωση των δημοσιονομικών στόχων, ώστε να απελευθερωθεί χώρος για επενδύσεις και κοινωνικές δαπάνες. «Για το έτος 2020 και από μετά, συνιστάτε στην (ελληνική) κυβέρνηση και τους Ευρωπαίους εταίρους να συμφωνήσουν γύρω από μια ουσιαστικά χαμηλότερη πορεία του πρωτογενούς ισοζυγίου, δεδομένου ότι υπάρχει μεγάλη οικονομική χαλάρωση και κρίσιμες κοινωνικές δαπάνες (π.χ. στον τομέα της υγείας) και επενδυτικές ανάγκες», όπως αναφέρεται στην χαρακτηριστικά στην έκθεση.

Τέλος, το ΔΝΤ σχετικά με τη πορεία βιωσιμότητας του χρέους υπολογίζει ότι το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα μειωθεί μέσα στην επόμενη δεκαετία αλλά τονίζει ότι “υπάρχει περιθώριο βελτίωσης των μεσοπρόθεσμων προοπτικών αν οι κυβερνητικές μεταρρυθμίσεις αποδώσουν ταχύτερα καρπούς και οι αγορές αντιδράσουν θετικά σε αυτή την εξέλιξη”. Ωστόσο, προσθέτει έναν… αστερίσκο για το μέλλον καθώς η έκθεσή του εκτιμάει πως η μακροπρόθεσμή βιωσιμότητα του χρέους δεν διασφαλίζεται βάσει «ρεαλιστικών μακροοικονομικών δημοσιονομικών παραδοχών».

Η έκπληξη της JP Morgan

Ιδιαίτερα θετική ήταν και η ανάλυση της η JP Morgan για τις ελληνικές τράπεζες, που εμπεριέχεται στην πρόσφατη έκθεσή της για τις ευρωπαϊκές τράπεζες, που δόθηκε στην δημοσιότητα πριν από μια εβδομάδα.

Αν και παραδέχεται ότι μετά τα γεγονότα του 2015 (capital controls) οι ελληνικές τράπεζες ήταν απούσες από τις αγορές, η JP Morgan αναφέρει στην έκθεση για τις προοπτικές του ευρωπαϊκού τραπεζικού κλάδου (European Banks Outlook 2020), ότι έχουν επιστρέψει δυναμικά και δείχνουν ότι έχουν μεγάλα περιθώρια βελτίωσης των δεικτών τους αφούεξακολουθούν να καταγράφουν πρόοδο.

Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στην προσπάθεια της κυβέρνησης για την σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος, την προώθηση του σχεδίου «Ηρακλής» για την αντιμετώπιση του προβλήματος με τα Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια (NPLs), τα οποία παραμένουν υψηλά, με τον δείκτη των Μη εξυπηρετούμενων Εγρραφών (ΕNPEs) να αγγίζει το 45%.

Σύμφωνα με τους αναλυτές της αμερικανικής τράπεζας, αυτό είναι ένα συστημικό ζήτημα, με το οποίο ασχολείται οργανωμένα και σοβαρά η νέα κυβέρνηση, παρέχοντας εγγυήσεις στις τράπεζες (χωρίς αυτό να θεωρείται κρατική ενίσχυση από την Ε.Ε, που το έχει ήδη εγκρίνει) και την πλήρη στήριξή της στα πλάνα των τραπεζών να τακτοποιήσουν τους  ισολογισμούς τους.

Αν πραγματικά το σχέδιο «Ηρακλής» υλοποιηθεί αποτελεσματικά και απορροφήσει Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια (“NPLs”) ύψους 30 δισεκατομμυρίων ευρώ (δηλ. το 40% του συνόλου), αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα οι ελληνικές τράπεζες να βελτιώσουν την κεφαλαιακή τους θέση καθώς και την κερδοφορία τους, και συνεπώς αναμένεται να δώσει μια νέα ώθηση στην ελληνική οικονομία τα προσεχή τρίμηνα.

Μάλιστα, η JP Morgan εκτιμά ότι οι ελληνικές τράπεζες θα εκδώσουν περισσότερο χρέος, με τις εκδόσεις ομολόγων να ανέρχονται σε 17 δισεκατομμύρια ευρώ μέσα στα επόμενα χρόνια.

Σύμφωνα με τους αναλυτές της JP Morgan, ο αντίκτυπος στους κεφαλαιακούς δείκτες θα εξαρτηθεί κυρίως από τη λογιστική αξία των περιουσιακών στοιχείων που πρόκειται να μεταβιβαστούν, υπολογίζοντας τα επακόλουθα RWA, το εφαρμοστέο βάρος κινδύνου των senior πακέτων (εάν αυτό διατηρείται από τις τράπεζες) και οποιαδήποτε ενδεχόμενη μείωση του πυλώνα 2R, ενώ η μεταφορά των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων ενδέχεται να επιταχύνει την αναγνώριση του λογιστικού προτύπου Δ.Π.Χ.Α. 9, με μειώσεις στους μεταβατικούς κεφαλαιακούς δείκτες των ελληνικών τραπεζών. Άλλο ένα σημαντικό στοιχείο για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, το οποίο θα έχει θετικές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία μέσα στους επόμενους μήνες.

Άλλωστε σε πρόσφατη ανάλυση της JP Morgan στα μέσα Οκτωβρίου για το σχέδιο «Ηρακλής», επισήμανε ότι μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα από τα στοιχεία του αντίστοιχου ιταλικού σχεδίου (γνωστού ως «GACSs») για την βελτίωση των δεικτών των ελληνικών τραπεζών.

Η ανθελληνική έκθεση της Ελβετικής UBS

Tα όρια της…. ανθελληνικής προπαγάνδας αγγίζει και πάλι η νέα έκθεση της ελβετικής τράπεζας UBS, προβληματίζοντας τους ξένους επενδυτές και προκαλώντας πονοκέφαλο στο οικονομικό επιτελείο της ελληνικής κυβέρνησης. Η UBS αναφέρει χαρακτηριστικά στην νέα έκθεσής πως οι αναβαθμίσεις της αξιολόγησης της Ελλάδα θα συνεχιστούν το επόμενο διάστημα αλλά η χώρα μας – κατά την εκτίμηση των αναλυτών της – τελικά δεν αναμένεται να βρεθεί σε μία από τις «επενδυτικές βαθμίδες» μέχρι τα τέλη του 2020.

Γι’ αυτό προτείνει την αποφυγή των ελληνικών ομολόγων από τους ξένους επενδυτές, τονίζοντας πως θα διατηρήσει την την Ελλάδα στη λίστα των εκδοτών «Προς αποφυγή», ενώ συστήνει την πώληση των ελληνικών κρατικών ομολόγων που έχουν διάρκεια μεγαλύτερη των δύο ετών (δηλαδή, όλα… εκτός από τα έντοκα!) αφού θεωρεί ότι υπάρχουν υψηλοί μακροπρόθεσμοι  πιστωτικοί κίνδυνοι συνδεδεμένη με την οικονομία της χώρας μας. 

Πιο ειδικά, για την Ελλάδα αναφέρει πως «η S&P αναβάθμισε την πιστοληπτική της αξιολόγησης στο BB- από B+, λόγω της προόδου στο δημοσιονομικό μέτωπο και της πλήρους άρσης των Capital Controls» αλλά η «εξέλιξη είναι στις ίδιες γραμμές με τις εκτιμήσεις της που θέλουν την Ελλάδα να αναβαθμίζεται στην κατηγορία του ΒΒ φέτος και να δέχεται άλλη μία αναβάθμιση κατά μία βαθμίδα το 2020».

Δηλαδή, αν και η βαθμολογία της Ελλάδας από τους οίκους θα συνεχίσει σταδιακά να αυξάνεται, δεν θα καταφέρει να ξεπεράσει το επίπεδο του ΒΒ μέσα στους επόμενους 12μήνες και συνεπώς  δεν θα τοποθετηθεί σε “επενδυτική βαθμίδα”. Γι’ αυτό και η δική της σύσταση για την Ελλάδα θα είναι εκείνη των “πιστωτικών προοπτικών με τάσεις βελτίωσης”.

Επίσης, αν και παραδέχεται ότι κίνδυνος αδυναμίας πληρωμών και πτώχευσης (default) για την Ελλάδα ως και το 2021, είναι περιορισμένος λόγω του μεγάλου αποθεματικού, που έχει δημιουργεί τους τελευταίους μήνες αλλά και της «μακράς ωρίμανσης» του χρέους, η UBS εξακολουθεί να θεωρεί ότι το ελληνικό χρέος παραμένει μη βιώσιμο εάν δεν υπάρξει συνεχιζόμενη και μακράς διάρκειας υποστήριξη από το εξωτερικό.

Γι’ αυτό η ελβετική τράπεζα εκτιμάει (όπως ανέφερε και η ανάλυση του περασμένου Μάιου) ότι “οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων δεν αποζημιώνουν τους επενδυτές για το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι ευάλωτη στον κίνδυνο ύφεσης και στη συνέχιση της στήριξης από τους διεθνείς πιστωτές” και δεν προσφέρονται για επένδυση.

Η προσεκτική στάση της ελληνικής κυβέρνησης

Πάντως, σύμφωνα με πληροφορίες το οικονομικό επιτελείο της ελληνικής κυβέρνησης εκτιμάει ότι η ανάλυση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους στην Έκθεση του ΔΝΤ (κι ακόμα περισσότερο στις αναλύσεις ξένων τραπεζικών ιδρυμάτων και επενδυτικών εταιρειών) είναι εξαιρετικά απαισιόδοξη, γιατί δεν λαμβάνει υπόψη τις συντονισμένες προσπάθειες από την πλευρά της Ελλάδας καθώς και σημαντικούς παράγοντες, όπως για παράδειγμα, την επιθετική μείωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων και των επιτοκίων δανεισμού που σημειώθηκαν τους τελευταίους 18 μήνες και ακόμα πιο εντυπωσιακά τους τελευταίους τρεις μήνες.

Γι’ αυτό η ελληνική κυβέρνηση τηρεί ιδιαίτερα προσεκτική στάση και αναμένει σε κάθε περίπτωση να δικαιωθεί από τα αποτελέσματα και τα επίσημα στατιστικά στοιχεία της Eurostat και τις επερχόμενες εκθέσεις των διεθνών οίκων αξιολόγησης.Τεράστιο αντίκτυπο στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας έχουν οι πρόσφατες εκθέσεις από το ΔΝΤ, διεθνείς οίκους αξιολόγησης και αναλυτές κορυφαίων τραπεζικών ομίλων του κόσμου. Όμως, το παζλ της αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας έχει ταυτόχρονα θετικές εκτιμήσεις, εγκώμια, σκληρή κριτική και επιφυλάξεις, με αποτέλεσμα να υπάρχουν ακόμα επιφυλάξεις και ανησυχίες από τις διεθνείς αγορές, λίγο πριν το μεγάλο… άλμα της Ελλάδας προς τις επενδυτικές βαθμίδες.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ