Ειδικού Συνεργάτη
Η εισβολή της Τουρκίας στην Συρία για την δημιουργία «ζώνης ασφαλείας» στα νότια σύνορά της σε περιοχές υπό κουρδικό έλεγχο και με μεγάλη πληθυσμιακή συγκέντρωση της ίδια εθνότητας, με πρόφαση την αντιμετώπιση της εσωτερικής τρομοκρατίας, προκάλεσε παγκόσμιες αντιδράσεις στην διεθνή κοινή γνώση αλλά αντιθέτως χλιαρές ως εικονικές αντιδράσεις από τις χώρες μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και της Ε.Ε.
Αν και οι αντιδράσεις των απλών πολιτών – και όχι μόνο της κουρδικής διασποράς- σε πολλές χώρες ήταν σχεδόν δεδομένες, στην πλειονότητά τους επικεντρώθηκαν στις απώλειες αμάχων και στην παραβίαση του διεθνούς δικαίου με την εισβολή σε ένα άλλο κυρίαρχο κράτος (Συρία) με το οποίο η Τουρκία δεν είναι καν σε κατάσταση πολέμου και δεν υπήρχε - τουλάχιστον επισήμως– διένεξη των δυο κρατών από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ως και σήμερα. Αντιθέτως, οι σχέσεις των δυο χωρών ήταν εξαιρετικές (προκαλώντας σε πολλές περιπτώσεις την μήνη ΗΠΑ και κυρίως του Ισραήλ, ειδικά μετά την δεκαετία του ΄80) μέχρι και την τουρκική μεταστροφή του 2011, εν μέσω του εμφυλίου πολέμου στην Συρία.
Οι αντιδράσεις της κοινής γνώμης αναμένεται να ενταθούν μετά την κατάπαυση του πυρός, όταν θα εισέλθουν στην περιοχή εκπρόσωποι διεθνών οργανισμών και του ΟΗΕ για την καταγραφή και έρευνα καταγγελιών για την διάπραξη εγκλημάτων πολέμου (έστω και ακήρυχτου) και όταν θα αρχίσει η υλοποίηση του σχεδίου της Τουρκίας για την υποχρεωτική μετεγκατάσταση εκατομμυρίων προσφύγων εντός της υποτιθέμενης «ζώνης ασφαλείας», καθώς πρόκειται για εμπόλεμη περιοχή με κατεστραμμένες υποδομές και χιλιάδες «υπολείμματα» στρατιωτικού υλικού (π.χ. νάρκες), για τα οποία ουδείς έχει προβλέψει την συγκέντρωση, απενεργοποίηση και ασφαλή καταστροφή τους. Γιατί πίσω από την εισβολή υπάρχουν μια σειρά από άλλα θέματα και σχέδια στο…μυαλό του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Το πρώτο σημαντικό θέμα για τον ίδιο («μεγάλο στοίχημα» κατά τους στενούς του συνεργάτες) ήταν αν θα μπορούσε να πάει κόντρα στην θέληση των ΗΠΑ και τους σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ, αψηφώντας παράλληλα και τα συμφέροντα του νέου «συμμάχου» (Πούτιν) στην περιοχή και να εισβάλλει στην – αποδιοργανωμένη από τον εμφύλιο- Συρία, χωρίς να έχει ουσιαστικές επιπτώσεις. Και παράλληλα να εξαναγκάσει την ΕΕ σε λεκτικές κυρώσεις άνευ ουσίας και την Κίνα, που έχει άλλα πλάνα στα σχέδια της και θα έπρεπε να λάβει κόντρα στα (μελλοντικά) της συμφέροντα να παραμείνει αμέτοχη. Και φαίνεται πως αυτό το στοίχημα το κέρδισε ο Ερντογάν και μάλιστα με σχετική ευκολία.
Αλλά για τους περισσότερους διεθνείς αναλυτές, η εισβολή στην Συρία δεν είναι το πραγματικό «πρόβλημα» της Δύσης, των ΗΠΑ και της Συρίας (ανεπισήμως και του Ισραήλ). Το μεγάλο «πρόβλημα» είναι τα επόμενα βήματα στην πολιτική και στρατιωτική ατζέντα του Ερντογάν, που φθάνουν πολύ πιο μακριά από την Δαμασκό ή τις ΑΟΖ της Κύπρου. Είναι όλα τα υπόλοιπα σχέδια του από την απόκτηση προηγμένης στρατιωτικής τεχνολογίας, όπως οι ικανότητες «Stealth» σε αεροσκάφη και άλλα οπλικά συστήματα χωρίς την ανάγκη αγορών άρα και εξάρτησης από τον προμηθευτή (ΗΠΑ, Ρωσία, κτλ) μέχρι την απόκτηση πυρηνικού οπλοστασίου, αλλάζοντας για πάντα τα δεδομένα της παγκόσμιας ισχύος της Τουρκίας έναντι των υπολοίπων πολιτικών, οικονομικών και στρατιωτικών δυνάμεων του κόσμου.
Κι εφόσον το πρώτο βήμα ολοκληρώθηκε υπό την ανοχή, αν όχι την υποστήριξη, των μεγάλων δυνάμεων και των ισχυρών χωρών του πλανήτη, χωρίς ουδεμία ουσιαστική και πραγματική προσπάθεια παρεμπόδισης της εισβολής, ο Τούρκος πρόεδρος δεν έχει κανέναν λόγο να μην προχωρήσει και στα υπόλοιπα βήματα των σχεδίων του.
Βεβαίως, αν η εισβολή στην Συρία είχε επιπτώσεις τύπου… Κουβέιτ, έστω και σε διπλωματικό επίπεδο, οι φιλοδοξίες του Ερντογάν θα είχαν παραμείνει σχέδια επί χάρτου και θα είχαν μετατραπεί σε όνειρα απατηλά φθινοπωρινής νυχτός.
Αλλά οι εξελίξεις δείχνουν πως οι επιλογές του, άμεσα ή έμμεσα, έλαβαν την «έξωθεν» έγκριση και την απαιτούμενη ανοχή (σύμφωνα με αρκετούς στρατιωτικούς αναλυτές, μυστική αποδοχή και ανεπίσημη υποστήριξη) ΗΠΑ- Ρωσίας, ώστε να αποκτήσει σε αυτή την φάση το στρατηγικό πλεονέκτημα που αναζητούσε την τελευταία δεκαετία.
Γι’ αυτό άλλωστε αισθάνεται ο Ερντογάν ότι είναι πλέον σε θέση ισχύος και πανέτοιμος σε πολιτικό, διπλωματικό και κυρίως στρατιωτικό επίπεδο, για μια «ομαλή» πορεία προς τον επόμενο στόχο (σ.σ. απόκτηση τεχνολογίας «stealth») και κυρίως προς τον τελικό του στόχο: το προσωπικό του όραμα, τα Πυρηνικά Όπλα…
Το αποκαλούμενο και «Μεγάλο Όραμα».
Αυτό που πιστεύει – σύμφωνα με πρώην συνεργάτες του- ότι θα βάλει το όνομά του στην τουρκική ιστορία δίπλα στο όνομα του θεμελιωτή της σύγχρονης Τουρκίας, Κεμάλ Ατατούρκ (ή και πάνω από αυτό ως «νέος Σουλτάνος»).
Ασχέτως, αν τα σχέδια του ενέχουν το ρίσκο να βρεθεί αντιμέτωπος με χώρες, που δεν βρίσκονται σε θέση αδυναμίας όπως η Συρία, να έρθει σε ρήξη με ορισμένες από τις ισχυρές δυνάμεις του πλανήτη ή ακόμα και στο ενδεχόμενο μιας πιθανής «μεταστροφής» (από τις πολλές, που και ο ίδιος έχει κάνει σε πολλές περιπτώσεις με χαρακτηριστική άνεση και ευκολία) είτε των Ρώσων, είτε των Αμερικανών, που θα μετατρέψει την Τουρκία σε χώρα-παρία και βασικό στόχο παγκόσμιων συμφερόντων, με καταστροφικές συνέπειες…
Ο στόχος-όραμα για τα Πυρηνικά Όπλα
Από τις αρχές του έτους μέχρι και λίγες εβδομάδες πριν την εισβολή στην Συρία σε ομιλίες του (δηλαδή δημόσια), ο Ερντογάν έλεγε ότι -με αφορμή την «εκστρατεία κατά των τρομοκρατών» εντός του εδάφους της η Τουρκία πρέπει να αποκτήσει πυρηνικά όπλα γιατί διαθέτουν και οι αντίπαλοί της στην περιοχή. Κι αυτό το γεγονός αποτελεί κίνδυνο για την χώρα του. Μάλιστα σε ομιλία του τον Σεπτέμβριο σε μέλη του κόμματος του ανέφερε χαρακτηριστικά πως «ορισμένες χώρες έχουν πυραύλους με πυρηνικές κεφαλές» και στις κατ’ ιδίας συζητήσεις μιλούσε ακόμα πιο ανοιχτά, χωρίς να κρύβει πλέον τις πραγματικές του φιλοδοξίες– όχι απλώς πυρηνικών όπλων – για την απόκτηση αλλά της τεχνολογίας και της τεχνογνωσίας για την παραγωγή τους. Αυτές οι δηλώσεις του έσπασαν ένα καθεστώς πάγιας άρνησης και διαψεύσεων της τουρκικής διπλωματίας για την ύπαρξη σχεδίων για πυρηνικά όπλα, ακόμα και σε περιπτώσεις αποκαλύψεων ξένων ΜΜΕ με στοιχεία τόσο την δεκαετία του ΄70 όσο και του ΄90. Οι Τούρκοι διπλωμάτες διέψευδαν κατηγορηματικά ακόμα και τις υπόνοιες για σχετικές βλέψεις.
Αυτή η μεταστροφή 180 μοιρών έγινε ακόμα πιο ξεκάθαρη σε συναντήσεις του Ερντογάν, όταν στελέχη της κυβέρνησης φέρεται να έλεγαν σε ξένους διπλωμάτες ότι «δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η άρνηση (από την Δύση) του δικαιώματος της Τουρκίας να αναπτύξει και να αποκτήσει πυρηνικά» αφού αρκετά άλλα μέλη του ΝΑΤΟ τα έχουν εντάξει στο οπλοστάσιο τους εδώ και δεκαετίες.
Ουσιαστικά για την παραβίαση της «Συνθήκη μη διάδοσης των Πυρηνικών Όπλων» (Treaty on the Non-Proliferation of Nuclear Weapons, ή NPT) που τέθηκε σε ισχύ στις 5 Μαρτίου 1970 και έχει υπογραφεί από 189 κράτη, ανάμεσά τους και η Τουρκία!
Οι μόνες χώρες που είτε δεν υπέγραψαν, είτε δεν αποδέχονται καν την Συνθήκη αυτή, είναι η Ινδία, το Πακιστάν, το Νότιο Σουδάν (αποτελούσε μέρος της Δημοκρατίας του Σουδάν ως το 2011) και το Ισραήλ.
Μελέτες και αναφορές βασισμένες σε στοιχεία έρευνα εξειδικευμένων οργανισμών, όπως το Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών (CSIS) στις ΗΠΑ, το Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών (IISS) στην Βρετανία και το Διεθνές Ινστιτούτο Έρευνας για την Διεθνή Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI) στην Σουηδία, έχουν αποκαλύψει ότι η Τουρκία κάτω από μυστικότητα έχει θέσει σε εφαρμογή πρόγραμμα ανάπτυξης πυρηνικών όπλων εδώ και δεκαετίες αλλά τα τελευταία χρόνια έχει πραγματικά προχωρήσει σε άλματα. Στις αναφορές συγκεκριμένα στοιχεία αποδεικνύουν ότι η Τουρκία απέκτησε μικρούς πυρηνικούς αντιδραστήρες για ειρηνικούς αλλά και στρατιωτικούς σκοπούς αρχικά το 1979 αλλά ξεκίνησε τα πειράματα για τον εμπλουτισμό ουρανίου το 1986 σε μια μυστική εγκατάσταση στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης. Την τελευταία 20ετία όμως τα επίπεδα ασφαλείας έχουν παρεμποδίσει κάθε έλεγχο διεθνών οργανισμών και την συγκέντρωση στοιχείων, αν και πρώην στελέχη του Παγκόσμιου Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας λένε πλέον επώνυμα πως η Τουρκία αντιγράφει το πρόγραμμα του Ιράν, εφαρμόζοντας τις τακτικές του…Πακιστάν!
Το πιο ανησυχητικό είναι πως υπάρχουν πλέον αναφορές πως επιδιώκει να αποκτήσει τεχνολογία και τεχνογνωσία από πολλές και διαφορετικές «πηγές», ορισμένες από τις οποίες προέρχονται από επικίνδυνα κυκλώματα και δίκτυα λαθρεμπορίου όπλων, όπως εκείνο του «εγκεφάλου» του προγράμματος πυρηνικών του Πακιστάν Αμπντούλ Καντίρ Χάν και παγκοσμίως πρωτοπόρου στην «μαύρη αγορά» πυρηνικής τεχνολογίας και όπλων!
Σύμφωνα με αμερικανικές εφημερίδες «η Τουρκία έχει τα υλικά για μια πυρηνική βόμβα, αποθέματα ουρανίου, ερευνητικούς αντιδραστήρες και την τεχνογνωσία της Ρωσίας», η οποία επισήμως έχει αναλάβει την κατασκευή πυρηνικού σταθμού αξίας 20 δις δολαρίων (η σύμβαση προβλέπει 4 σταθμούς) με την ημερομηνία παράδοσης να μεταφέρεται στα τέλη του 2023, λόγω των εξελίξεων στην Συρία.
Περιέργως, το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν είχε ως βασικό σύμβολο και καθοδηγητή τον Καντίρ Χάν ενώ ρωσικές εταιρείες κατασκεύασαν τους πρώτους πυρηνικούς σταθμούς για …ειρηνικούς σκοπούς, με τα γνωστά αποτέλεσμα των διεθνών κυρώσεων και του εμπάργκο από τις ΗΠΑ.
Άλλες αμερικανικές πηγές αναφέρουν ότι «υπάρχουν μυστήριες διασυνδέσεις (της Τουρκίας)με τον Καντίρ Χαν.
Πρόσφατη έρευνα του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών του Λονδίνου σχετικά με την λεγόμενη «Μαύρη Αγορά των Πυρηνικών», αναφέρει σε ειδικό κεφάλαιο ότι «εταιρείες από την Τουρκία συμμετέχουν στην συγκεκαλυμμένη προσπάθεια εισαγωγής υλικών από την Ευρώπη, κατασκευάζοντας συγκεκριμένα εξαρτήματα για τον εξοπλισμό εμπλουτισμού ουρανίου για την κατασκευή πυρηνικών όπλων μέσα σε πυρηνικές εγκαταστάσεις παραγωγής ενέργειες», χωρίς την δυνατότητα διαχωρισμού τους από τους ελέγχους των διεθνών οργανισμών.
Τέτοιες πληροφορίες έχουν συγκεντρώσει τόσο οι μυστικές υπηρεσίες στην Βρετανία όσο και στην Γερμανία, όπου είχαν προκαλέσει σάλο οι δηλώσεις πρώην στελέχους του Υπουργείου Άμυνας που είχε ενημερωθεί από απόρρητες αναφορές των Γερμανικών Μυστικών Υπηρεσιών ότι «ένας σημαντικός αριθμός εξαρτημάτων που καταλήγουν εκεί (σ.σ. στην Τουρκία) είναι αγνώστου προελεύσεως», αφήνοντας να εννοηθεί πως υπάρχουν εισαγωγές μέσω της «μαύρης αγοράς» και από άλλες χώρες εκτός Ευρώπης, όπου ο εντοπισμός τους είναι εξαιρετικά δύσκολος.
Με ορίζοντα μια θέση στο… 10%
Επισήμως, με βάση την «Συνθήκη μη διάδοσης των Πυρηνικών Όπλων» μόλις 8 χώρες έχουν δημοσίως αποδεκτή την παραγωγή και κατοχή πυρηνικών όπλων αλλά μόνο οι πέντε εξ αυτών - ΗΠΑ, Ρωσία (ως διάδοχος της ΕΣΣΔ), Μεγ. Βρετανία, Γαλλία και Κίνα – διατηρούν το οπλοστάσιο τους και τηρούν τους όρους της Συνθήκης.
Μετά την υπογραφή της Συνθήκης άλλες τρεις χώρες προχώρησαν στην ανάπτυξη πυρηνικών (Ινδία, Πακιστάν και Β.Κορέα), με τις δυο εξ αυτών να μην αποδέχονται την ισχύ της αφού δεν την έχουν υπογράψει και την Τρίτη (Β.Κορέα) να αποσύρεται από την σχετική συμφωνία και να αρνείται τους προβλεπόμενους όρους για τον περιορισμό των νέων όπλων αλλά και τους ελέγχους των ειδικών κλιμακίων το 2003. Η Νότια Αφρική, που διέθετε πυρηνικό πρόγραμμα, έχει αποσύρει όλα τα πυρηνικά όπλα, σύμφωνα με την συνθήκη αυτή ενώ τρείς πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες (Ουκρανία, Λευκορωσία και Καζακστάν) έπραξαν το ίδιο με τα σοβιετικά αποθέματα και δεν συγκαταλέγονται πλέον στις πυρηνικές δυνάμεις.
Αντιθέτως, είναι γνωστό το Ισραήλ διαθέτει πυρηνικά όπλα, έστω κι αν δεν το έχει παραδεχτεί δημοσίως ποτέ. Σε όλους τους διεθνείς φορείς διαψεύδει την ύπαρξή τους και συνεπώς δεν δέχεται τον χαρακτηρισμό της χώρας ως «πυρηνική στρατιωτική δύναμη» ενώ όσοι Ισραηλινοί επιστήμονες μίλησαν για το πυρηνικό πρόγραμμα της χώρας διώχθηκαν ποινικά είτε ως προδότες, είτε ως κατάσκοποι άλλων χωρών.
Από τις πληροφορίες όμως που έδωσαν στην δημοσιότητα υπάρχει πλέον εκτίμηση ότι το Ισραήλ διαθέτει μέχρι και 400 πυρηνικές κεφαλές, αν και αρχικά είχε γίνει γνωστό πως είχε αναπτύξει 75 κεφαλές.
Κατά τους ειδικούς στα πυρηνικά όπλα, δεν αποκλείεται το ίδιο να πράξει και η Τουρκία, δηλ.να αποκτήσει μεν όπλα αλλά να μην παραδεχτεί ποτέ την ύπαρξή τους λόγω της υπογραφής της Συνθήκης.
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία του Διεθνούς Ινστιτούτου Έρευνας για την Διεθνή Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI), υπάρχουν καταγεγραμμένες 13.865 πυρηνικές κεφαλές, με τις δυο υπερδυνάμεις (ΗΠΑ – Ρωσία) να κατέχουν το 90% του συνολικό αριθμού στα οπλοστάσιά τους. Το υπόλοιπο 10% κατέχουν οι υπόλοιπες χώρες, επισήμως χαρακτηρισμένες ως «πυρηνικές δυνάμεις» και μη.΄
Εξαιτίας όμως της εφαρμογής της Συνθήκης μόνο οι 3.750 κεφαλές έχουν ενσωματωθεί σε πυρηνικά όπλα και συστήματα.
Πάντως, το «Σχέδιο 10%», δηλαδή η ένταξη της Τουρκίας στο μικρό, κλειστό, κλαμπ των χωρών, που διαθέτουν πυρηνικά όπλα, κατά παράβαση διεθνών συνθηκών και κάτω από μάτια των ελεγκτών των διεθνών οργανισμών για τον έλεγχο των πυρηνικών, είναι κατά τις δηλώσεις του Ερντογάν ένας στρατηγικός στόχος της κυβέρνησής του και σύμφωνα με τους ειδικούς αναλυτές πιο εφικτός παρά ποτέ.
Ενδεχομένως, να πραγματοποιηθεί μέσα στα επόμενα 4-5 χρόνια, εκτός κι αν οι παράλληλες προσπάθειες με την απόκτηση τεχνογνωσίας από την Ρωσία και παράλληλα από άλλες «πηγές» επιταχύνουν τους ρυθμούς τους προγράμματος, που είχε βαλτώσει για δυο δεκαετίες.